- ἐπορέγεται
- ἐπορέγωhold out topres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επορέγω — ἐπορέγω (Α) [ορέγω] 1. προτείνω, προσφέρω, απονέμω («εἴ περ ἂν οὔτε Ζεὺς ἐπὶ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ κῡδος ὀρέξῃ», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ἐπορέγομαι εκτείνομαι, απλώνομαι προς τα εμπρός, φθάνω («ἔνθ’ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέως υἱὸς ἄκρην οὔτασε χεῑρα… … Dictionary of Greek